- εποπτώ
- ἐποπτῶ, -άω (Α)1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.)2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω3. παθ. ἐποπτῶμαι, -άομαικαίγομαι, πυρπολούμαι4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)].
Dictionary of Greek. 2013.